- σύμπλοκος
- σύμπλοκοςentwinedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… … Dictionary of Greek
σύμπλοκον — σύμπλοκος entwined masc/fem acc sg σύμπλοκος entwined neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπλοκα — σύμπλοκος entwined neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπλοκο — το, Ν (βιολ. χημ.) βλ. σύμπλοκος … Dictionary of Greek